ἐξορμᾷ — ἐξορμάω send forth pres subj mp 2nd sg ἐξορμάω send forth pres ind mp 2nd sg (epic) ἐξορμάω send forth pres subj act 3rd sg ἐξορμάω send forth pres ind act 3rd sg (epic) ἐξορμάω send forth pres subj mp 2nd sg ἐξορμάω send forth pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξορμᾶι — ἐξορμᾷ , ἐξορμάω send forth pres subj mp 2nd sg ἐξορμᾷ , ἐξορμάω send forth pres ind mp 2nd sg (epic) ἐξορμᾷ , ἐξορμάω send forth pres subj act 3rd sg ἐξορμᾷ , ἐξορμάω send forth pres ind act 3rd sg (epic) ἐξορμᾷ , ἐξορμάω send forth pres subj mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξορμάσεις — ἐξορμά̱σεις , ἐξορμάω send forth aor subj act 2nd sg (epic doric aeolic) ἐξορμά̱σεις , ἐξορμάω send forth fut ind act 2nd sg (doric aeolic) ἐξορμά̱σεις , ἐξορμάω send forth aor subj act 2nd sg (epic doric aeolic) ἐξορμά̱σεις , ἐξορμάω send forth… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξορμάτω — ἐξορμά̱τω , ἐξορμάω send forth pres imperat act 3rd sg ἐξορμά̱τω , ἐξορμάω send forth pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξορμᾶν — ἐξορμάω send forth pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐξορμάω send forth pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐξορμάω send forth pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἐξορμᾶ̱ν , ἐξορμάω send forth pres inf act (epic doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφορμή — η (AM ἀφορμή) 1. ό,τι προσφέρει δικαιολογία για μια ενέργεια, πράξη ή κατάσταση, το κίνητρο, το ελατήριο 2. αιτία, ευκαιρία 3. δικαιολογία, πρόφαση 4. αιτία μιας αρρώστιας μσν. 1. τρόπος, δυνατότητα 2. μομφή, κατηγορία 3. αμηχανία, τρέλα αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
επίουρα — ἐπίουρα, τά (Μ) (κατά τον Ευστάθιο) «τὰ ὁρμήματα, ὡς ἀπὸ τοῡ ὀρούειν, ἢ τὰ μεταξὺ διαστήματα, ὡς ἀπὸ τοῦ ὅρος ό περιορισμός», δηλ. τα σημεία από όπου εξορμά κανείς ή τα μεσοδιαστήματα που παρεμβάλλονται μεταξύ δύο αντικειμένων … Dictionary of Greek
ορμητήριο — το (ΑΜ ὁρμητήριον και δωρ. τ. ὁρματήριον) οχυρή θέση από την οποία εξορμά κανείς για πολεμική επιχείρηση ή για θαλάσσια επιδρομή νεοελλ. ναυτ. πρόσκαιρη ή μόνιμη βάση αγκυροβολίας και ανεφοδιασμού τού στόλου αρχ. 1. μέσο για διέγερση ή για… … Dictionary of Greek